«Άντε κυρία Δεπάστα, τελείωνε με το φεγγάρι, πρέπει να φύγουμε», φώναζε με αγωνία ο Τατζίζ και Τζαζ που δεν έβλεπε την ώρα να ξεκινήσουν.«Έρχομαι αμέσως», απάντησε εκείνη σκαρφαλωμένη στην χρυσαφένια σκάλα. «Μια μικρή γωνίτσα μου έμεινε και τέλος», συνέχισε η γλυκιά Δεπάστα, τοποθετώντας ημισφαιρικά με την σπάτουλα ζαχαροπλαστικής, κατάλευκη και αφράτη ονειρίνη, στην αριστερή μεριά του φεγγαριού. «Έτοιμο» αναφώνησε περήφανη, «Φέτος τα Χριστουγέννα ο κόσμος, θα έχει τον πιο γλυκό ουρανό της ιστορίας», είπε στους άλλους τέσσερις καθώς ανέβαινε στο έλκηθρο των εκατό ταράνδων και των έξι νανόκυλίνδρων.
Ένα έντονο γάβγισμα λίγα μέτρα παραπέρα, έκανε την γλυκιά Δεπάστα να ξυπνήσει απότομα, διακόπτοντας άτσαλα το όνειρο που έβλεπε. Έχοντας εξαντληθεί απ’ την πτώση του έλκηθρου, είχε πλαγιάσει σ’ ένα πλατύ μάρμαρο κι αφού διάβασε το μήνυμα του Άγιου Βασίλη στο φεγγάρι, έκλεισε τα μάτια σα μωρό. Τώρα όμως ήταν ξύπνια και αντιμέτωπη με την πραγματικότητα και τα ενοχλητικά γαβγίσματα.
«Μα τις χίλιες πουτίγκες, πώς βρέθηκα σ’αυτό το ξέφωτο;» αναρωτήθηκε η γλυκιά Δεπάστα κοιτώντας γύρω της. «Χορτάρι, μάρμαρα και πέτρες. Αν είχα τουλάχιστον λίγο μέλι, θα έφτιαχνα σπουδαία μελομάρμαρα» συνέχισε σαν γνήσια ζαχαροπλάστης. Η Δεπάστα, ήταν η ζαχαροπλάστης όλων των ζαχαροπλαστών της γης. Δεν υπήρχε τίποτα καλύτερο απ’ τα γλυκά της κι απ’ τον τρόπο που τα έφτιαχνε. Ήταν λες και επικοινωνούσε με τα υλικά τα οποία έμπαιναν στη θέση τους απλώς ακολουθώντας τις εντολές της και τις μαγικές χορογραφίες των παρευρισκόμενων συστατικών.
«Ζάχαρη πέσε απαλά , σα να γλιστράς στο χιόνι, ξάπλωσε δίπλα στο αυγό και κάν’ το να φουσκώνει. Κυρία φράουλα από εδώ, μπλέξου με τη βανίλια κι οι τρούφες με τα μακαρό ας φτιάξουν τα στολίδια».
Για κάθε συνταγή είχε κι ένα ξεχωριστό τραγούδι κι αυτός ήταν ο τρόπος που η γλυκιά Δεπάστα δημιουργούσε τις λιχουδιές της. Κανείς δεν μπορούσε να αντισταθεί ούτε στη γλύκα της, ούτε και στα γλυκά της. Ούτε κι ο ίδιος ο Άγιος Βασίλης που παρά την στρογγυλή κοιλίτσα του, είναι ένας εγκρατής και λιτοδίαιτος παππούλης.
Ωστόσο η κυρία Δεπάστα, είχε ένα τεράστιο πρόβλημα. Δεν ήξερε πού είχε πέσει και πόσο μακριά ήταν απ’ την Τεχνόπολη στο Γκάζι. Χριστούγεννα χωρίς γλυκά είναι σαν θάλασσα δίχως ψάρια, άρα και εργοστάσιο Χριστουγέννων χωρίς την κυρία Δεπάστα δε θα μπορούσε να υπάρξει. Γύρω της δεν υπήρχε ψυχή για να ρωτήσει κι αυτό την άγχωνε καθώς περνούσε η ώρα. «Το άγχος δεν κάνει καλό» είπε φωναχτά προσπαθώντας να συγκεντρωθεί. «Κόβει την σκέψη όπως κόβει και η σαντιγί, μακριά από μας», συνέχισε φτύνοντας τον κόρφο της. «Δεν μπορεί, κάποια έξοδος θα υπάρχει. Κάποιο πλάσμα θα ζει εδώ κοντά να με βοηθήσει», μονολογούσε καθώς περπάταγε ανάμεσα στα πεσμένα μάρμαρα. Το μέρος έμοιαζε παρατημένο εδώ και αιώνες όμως η ενέργεια του έδινε την εντύπωση πως σ’ αυτό το σημείο γινόντουσαν πολύ σπουδαία πράγματα.
Τρία μεγάλα, χνουδωτά και πανέμορφα σκυλιά ήταν τα μοναδικά ζωντανά πλάσματα που είχε συναντήσει μέχρι στιγμής. Δεν είχε άλλη επιλογή η Δεπάστα από το να πάει να τους μιλήσει. Άλλωστε εκείνα την είχαν ξυπνήσει πριν από λίγο, κόβοντας το αστραφτερό όνειρο της στη μέση. Πλησίασε, λοιπόν, χωρίς να φοβάται, διακόπτοντας τον έντονο διάλογό τους και στάθηκε ανάμεσα τους.
«Να έχετε μια γλυκιά μέρα, σκύλοι μου. Έρχομαι φιλικά και θέλω να σας κάνω μόνο μια ερώτηση», είπε με ήρεμο τόνο η Δεπάστα.
«Κι εσύ να έχεις μια τέτοια», απάντησε ο μαύρος σκύλος. «Άλλα πες μας ποια είσαι. Δε δίνουμε πληροφορίες σε αγνώστους», συνέχισε πλησιάζοντας την.
«Με λένε Δεπάστα Γλυκόριζα και έπεσα σε αυτό το μέρος εξαιτίας μιας βλάβης στο έλκηθρο. Πηγαίναμε στον Πολικό Αστέρα με τον Άγιο Βασίλη και τους υπόλοιπους κατασκευαστές για να φτιάξουμε τα Χριστούγεννα του κόσμου. Τώρα όμως θα πρέπει να ξεκινήσουμε από αυτήν εδώ την πόλη και συγκεκριμένα απ’ την Τεχνόπολη στο Γκάζι. Πρέπει να βρω τον τρόπο να πάω μέχρι εκεί αλλιώς δε θα κατασκευαστούν Χριστούγεννα φέτος», τους είπε με μια ανάσα προκαλώντας τους έκπληξη.
«Πρέπει να είσαι πολύ σπουδαία για να ανήκεις στην ομάδα που κατασκευάζει τα Χριστούγεννα των ανθρώπων», είπε γαβγίζοντας ο λευκός σκύλος. «Σ’ ευχαριστώ. Εσάς πως σας λένε και βασικά, που βρίσκομαι;» ρώτησε η Δεπάστα τους τρεις σκύλους.
«Εγώ είμαι ο Σωκράτης», είπε ο πιο μεγάλος.
«Εγώ ο Πλάτωνας», συστήθηκε ο δεύτερος.
«Κι εγώ ο Αριστοτέλης», συμπλήρωσε ο τελευταίος με μια μικρή υπόκλιση.
«Εδώ κάποτε ήταν η Ακαδημία του Πλάτωνα και οι Αθηναίοι διδάσκονταν φιλοσοφία και πολλά άλλα θέματα όπως η λογική και η δημοκρατία», είπε ο Πλάτωνας.
«Είναι τόσο σπουδαίο αυτό το μέρος;», ρώτησε έκπληκτη η Δεπάστα.
«Η Αθήνα είναι το πιο φωτεινό μέρος του πλανήτη. Εδώ άρχισαν όλα κι από εδώ οι άνθρωποι έμαθαν να κουβεντιάζουν και να σέβονται ο ένας τον άλλον», συμπλήρωσε ο Σωκράτης.
«Από αυτήν την πόλη ο θαυμασμός έγινε η αφορμή για αναζήτηση και γνώση», σημείωσε ο Αριστοτέλης.
Η κυρία Δεπάστα είχε ενθουσιαστεί και σκεφτόταν πόσα πράγματα είχαν τελικά υπάρξει εξαιτίας αυτών των ιδεών.
«Δεν υπάρχει καταλληλότερη πόλη για να κατασκευαστούν Χριστούγεννα», διαπίστωσε με χαρά. «Εσείς όμως πάνω σε τι διαφωνούσατε πριν και με ξυπνήσατε;» ρώτησε με ατόφια περιέργεια τον Σωκράτη τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη.
«Διαφωνούσαμε για το τι είναι πιο σημαντικό. Το για να ή το επειδή» απάντησε ο Σωκράτης.
«Βρέχει για να φυτρώσουν τα λουλούδια ή φυτρώνουν τα λουλούδια επειδή βρέχει;» εξήγησε ο Πλάτωνας ρωτώντας.
Τότε η Δεπάστα σκέφτηκε για λίγο και τους έγνεψε να έρθουν πιο κοντά.
«Νομίζω πως το πιο σημαντικό απ’ όλα είναι το επειδή», τους είπε.
«Πώς το εννοείς δηλαδή;» ρώτησε ο Πλάτωνας.
«Επειδή οι άνθρωποι έχουν ανάγκη την αγάπη, επειδή οι άνθρωποι χρειάζονται στιγμές χαράς, επειδή τα παιδιά αξίζουν τη μαγεία και επειδή ο κόσμος φτιάχτηκε για να είναι καλός, όλοι εμείς κατασκευάζουμε τα Χριστούγεννα. Αν το κάναμε για να συμβούν όλα αυτά τότε δε θα είχε καμία αξία και σίγουρα δε θα πετύχαινε. Καταλάβατε;» ρώτησε η Δεπάστα τους τρεις σκύλους που την κοίταγαν με θαυμασμό.
«Έχεις δίκιο», είπε ο Αριστοτέλης.
«Και για να μην χάνεις ούτε λεπτό, θα σου πούμε τον πιο σύντομο δρόμο για την Τεχνόπολη», συμπλήρωσε ο ανήσυχος Σωκράτης βάζοντας λίγο για να στην κουβέντα.
Οι οδηγίες ήταν απλές. Μόλις έβγαινε απ’ την Ακαδημία, θα ακολουθούσε τις γραμμές του τρένου που βρίσκονταν δίπλα στην οδό Κωνσταντινουπόλεως. Στη μεγάλη διασταύρωση με την Ιερά Οδό θα έστριβε αριστερά και θα βρισκόταν στο φανταχτερό Γκάζι. Από εκεί θα έβρισκε την Τεχνόπολη και την θέση της δίπλα στον Άγιο Βασίλη που περίμενε όλη του την ομάδα, επειδή ο κόσμος, δεν μπορούσε, για κανένα λόγο, να ζήσει χωρίς τα Χριστούγεννα. Κι επειδή η Αθήνα είναι η πιο φωτεινή πόλη του πλανήτη με τους πιο φωτισμένους ανθρώπους, το εργοστάσιο Χριστουγέννων θα κατασκεύαζε τα Χριστούγεννα από εκεί.